Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τὴ γλώσσα
τοῦ πουλιοῦ τ᾿ ἀηδονιοῦ
καὶ μὲ τ᾿ ἄφραστα· μ᾿ ὅσα
στὸ θαμπό μου τὸ νοῦ
μισοζοῦν, ἀργορεύουν,
ἀπὸ χάος λαός,
κ᾿ ἐναγώνια γυρεύουν
τὴ μορφὴ καὶ τὸ φῶς.
Σ᾿ ἀγαπῶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἄστρα
τοῦ βαθιοῦ μου οὐρανοῦ.
Στήσου, ἀγάπη μου πλάστρα
στὸ θαμπό μου τὸ νοῦ,
καὶ τῶν ἴσκιων τὸ σμάρι
βουΐζει γύρω σου, ὢ πῶς!
ἀπὸ σὲ γιὰ νὰ πάρη
τὴ μορφὴ καὶ τὸ φῶς.
Τὰ παράκαιρα, 1919