Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ’ ὅλα του τὰ νιάτα.
Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.
Τῆς πόρτας του ἡ παλαιϊκὴ κορώνα, ὦ! νὰ ἡ καμάρα!
Μόνο οἱ χορδὲς τῆς λείπουνε γιὰ νὰ γενῇ κιθάρα
νὰ συνοδέψῃ τοῦ σπιτιοῦ τ’ ὁλόχαρο τραγούδι
πρὸς τὸ παιδί· γυρίζω ἀνθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
πάω στὴ φωλιά, στὴ γάστρα μου, στὸ πρωΐ μου, στὸ μαγνήτη,
στὴ ζέστα τῆς μητέρας μου, στὸ πατρικὸ ἅγιο σπίτι.
Ἂς ἦρθαν τὰ γεράματα κι ἂς κύλησαν οἱ χρόνοι·
ἀπ’ τὸ ψιμύθρι τοῦ ἀλλασμοῦ κι ἀπ’ τοῦ χαμοῦ τὴ σκόνη
καὶ ἀπείραχτο καὶ ἀνέγγιχτο στὴ Μοῖρα ἀγνάντια στέκει,
κι ἀπὸ τὸν κῆπο του γιὰ μὲ χλωρὰ στεφάνια πλέκει.
Τοῦ κάκου οἱ ἔγνοιες, οἱ καιροί, πληγὲς καρδιῶν καὶ τόπων.
Τὰ μάτια μου ἄλλα, κι ἄλλα εἶναι τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπὸ τὴν ἰσκιερὴ ἐμπατὴ στὴ φωτισμένη σάλα
μὲ τ’ ἀκριβὸ ρωλόϊ χρυσὸ στὴν κρυσταλλένια γυάλα,
ὅλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα,
προσώπατα, ἀντικείμενα, μὲ καρτεροῦν ἐμένα.
Στὸ πλάϊ τῆς δούλας τῆς πιστῆς ἡ ἀρχόντισσα γιαγιά μου
καὶ ἡ ρήγισσα τῆς προκοπῆς ἡ μάννα μου, ὦ χαρά μου!
τὸ στερνογέννητο καρπὸ στὴν αγκαλιά, καὶ πέρα
μπρὸς σὲ χαρτιὰ τὸ φάντασμα γνοιασμένο τοῦ πατέρα.
Καὶ μέσ’ ἀπ’ τοὺς ἀνασασμοὺς τοῦ ρόδου καὶ τοῦ δυόσμου
καὶ δουλευτὴς καὶ φυτευτὴς τοῦ κήπου, ὁ ἀδερφός μου.
Καὶ πιὸ βαθιά, κατάβαθα, σὰν ἄλλου κόσμου πλάση,
νά! Ὁλόρθο, ἀξήγητο, κρυφό, στὸν κῆπο ἕνα κοράσι.
Τοῦ πρώτου πόθου τὸ ἱερὸ προφήτεμα, ἡ παιδούλα!
Στὴ χαραυγή μου γέλασμα, στὴ δύση μου τρεμούλα.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι.
Στοιχειό, καὶ σὰν ἀπάτητο, μὲ ζῇ καὶ μὲ προσμένει.
(Τὰ Παράκαιρα)