Π Α Τ Ρ Ι Δ Ε Σ
Στὸ μακάριο ἴσκιο τοῦ Tigran Yergate
ποὺ ἀγάπησε τὶς «Πατρίδες μου».
Ὅπου βογγάει τὸ πολυκάραβο λιμάνι
ἀπ’ ἄγριο κῦμ’ ἁπλώνεται δαρμέν’ ἡ χώρα,
καὶ δὲ θυμᾶται μήτε σὰν ὀνείρου πλάνη
τὰ πρωτινὰ μετάξια της τὰ πλουτοφόρα.
Πολύκαρπα τ’ ἀμπέλια τὴν πλουτίζουν τώρα,
τὸ κάστρο της φορεῖ, παλαιϊκὸ στεφάνι,
δίψα τοῦ ξένου, Φράγκου, Τούρκου, ἀπὸ τὴν ὥρα
ποὺ τὸ διπλοθεμέλιωσαν οἱ Βενετσάνοι.
Ἕνα βουνὸ ἀποπάνω της ἀγρυπνοστέκει,
κι ὁ Παρνασσὸς λευκοχαράζει στὸν ἀέρα
βαθιά, κι ὁ ρουμελιώτης ὁ Ζυγὸς παρέκει·
αὐτοῦ πρωτάνοιξα τὰ μάτια μου στη μέρα,
κ’ ἡ μνήμη μου σὰν ὄνειρο τοῦ ὀνείρου πλέκει
γλυκειὰ μισοσβησμέν’ εἰκόνα, μιὰ μητέρα.
(Ἡ Ἀσάλευτη Ζωή)