Ἔχω τῆς λίμνης τὴ γλυκάδα καὶ τὴν πίκρα
τῆς θάλασσας, μὰ τώρα, ἀλλοίμονό μου! ἀκούω
τὴ γλύκα σὰ σταλιά, σὰν ἄβυσσο τὴν πίκρα,
γιατί ὁ χειμώνας πλάκωσ’ ὁ κουρσάρος, καὶ ἦρθε
κι ὁ χάρος ὁ βοριάς˙ τὸ γαλανό μου τὸ αἷμα
χύθηκε λίγο λίγο ἀπὸ τὶς φλέβες μου ὅλο
καὶ πάει νὰ ζωντανέψῃ τὰ βαθιὰ κανάλια,
μὲ τύλιξε ἕνα σάβανο φυκοπλεμένο,
τοῦ τάφου μου λιθάρια τὰ νησάκια μου εἶναι,
καὶ τὰ καλαμοχάμωτα γυροβολίδια
τοῦ τάφου μου δεντράκια ἀπότιστα γυρμένα.
Μὰ καὶ στοῦ Χάρου μέσα τὴν ἀγκάλη ἀκούω
μέσα μου μιὰ κρυφὴ καὶ μιὰ βουβὴ λαχτάρα
σὰν τῆς μαρίδας τὸ σπαρτάρισμα ὅταν πάῃ
καὶ τὴν τρυπάη κ’ ἔξω τὴ σέρνῃ τὸ καμάκι.
Γιατὶ ὀνειρεύομαι τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης,
καὶ τῆς καλοκαιριᾶς τὸ φίλημα προσμένω,
καὶ τῆς ἀνάστασης τὸν ἄγγελο προσμένω,
ἐσένα, ὀνειρευτό, λατρευτὸ μαϊστράλι!