Βιβλιοθήκη

Στο σπίτι μας

Submitted by kpalamas on Thu, 05/27/2021 - 11:12

Στὸ σπίτι μας δὲν ἔμπαινες, πετοῦσες
καημένη θειὰ Βγενούλα, ἀμάχη, μπόρα,
σὰ νὰ μὴν εἶχες μὲ κανένα γνώρα,
δὲν ἔστεκες, δὲν ἄκουες, δὲν κοιτοῦσες.

Οἱ Παναγιὲς οἱ χαμηλοβλεποῦσες
τοῦ δρόμου σοῦ κρατούσανε τὴ φόρα·
στὸ εἰκονοστάσι ἀγνάντια ρασοφόρα
γονατισμένη καὶ παρακαλοῦσες:

«Οὐράνια Χάρη, βόηθα τ᾿ ὀρφανό,
καὶ στὸ κατατρεμένο σκέπη γίνε!»
Πάντα ἡ θωριά σου μέσ᾿ στὰ μάτια μου εἶναι,

κ᾿ ἐγώ, καὶ πάντα, τὸ κατατρεμένο.
Μὰ σκέπη ἀπὸ κανέναν οὐρανὸ
δὲν περίμενα, μήτε περιμένω.

Κάποτε...

Submitted by kpalamas on Tue, 03/30/2021 - 09:55

Κάποτε κάπου ἀφάνταστο τραγούδησα τραγούδι
σὲ τοῦτον τὸ σκοπό,
κάποτε, πρώτη καὶ στερνὴ φορά· καὶ δὲν τὸ βρίσκω
γιὰ νὰ τὸ ξαναπῶ.

Στ᾿ ἄδειο σεντούκι του γυρτὸς ὁ σφιχτοχέρης, ἴδιος,
πάθος, χαμός, ὢ λύπη!
Τοῦ τρέμουνε τὰ δάχτυλα σὰ νὰ μετρᾶν ἀκόμα
τὸ θησαυρὸ ποὺ λείπει.

Βαστῶ μιᾶς φλόγας τὸν καπνὸ κ᾿ ἑνὸς καπνοῦ τὸν ἴσκιο
σὲ τοῦτον τὸ σκοπό.
Κάποτε κάπου ἀφάνταστο τραγούδησα τραγούδι·
ξανὰ δὲ θὰ τὸ πῶ.

                                                 Τὰ παθητικὰ κρυφομιλήματα, 1925

Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Ἠλιογέννητης

Submitted by kpalamas on Thu, 01/09/2020 - 12:10

Οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς Ἠλιογέννητης


Κάποια ρόδα εἶν᾿ ἕτοιμα ν᾿ ἀνθίσουν

ἐδῶ κάτου κ᾿ ἐδῶ πέρα

μὲ τ᾿ ἀρχαῖα τὰ ροδοκάλια

καὶ προσμένουν τὰ καινούργια ἀηδόνια

νὰ τοὺς γλυκοκελαϊδήσουν

μέσ᾿ στὸν ὁλογάλανον ἀέρα.

Ἡ φύσις κρύβει

Submitted by kpalamas on Fri, 05/10/2019 - 13:32

Ἡ Φύσις κρύβει μέσα της

Μέγα κι ἄβγαλτον ἄχτι·

Κάτου κι ἀπάνου θάνατος,

Καὶ παντοῦ στάχτη, στάχτη.

 

Τὰ νέφη σὰ χαλάσματα

Σωριάζονται ὁλένα,

Τὰ δέντρα, στερνολείψανα

Ζωῆς σκελετωμένα.

 

Τ' ολόχρυσο ποτάμι

Submitted by kpalamas on Tue, 01/08/2019 - 13:36

Τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι

Τρέχ᾿ ἡ ματιά μου ἐλεύθερη, χάνεται, σχίζει

κάτου τὰ κύματα τὰ σύννεφα ψηλά,

καὶ πάει καὶ σταματᾷ ἐκεῖ ποὺ γλυκογγίζει

καὶ μὲ τὴ θάλασσα ὁ οὐρανὸς μιλᾷ.


Κοιμᾶται τ᾿ ἀκρογιάλι, ἡ αὔρα πλέει δειλά,

ἀσπρίζει ἐδῶ πουλὶ κι ἐκεῖ οὐρανὸς μαυρίζει.

Ἡ νύχτα ἐχύθ᾿ ἡ δύσις μοναχὰ ροδίζει,

ἡ μέρα εἶναι νεκρὸς ὁποῦ χαμογελᾷ.


Μὰ καὶ τῆς δύσεως σὲ λίγο φεύγ᾿ ἡ χάρη,

καὶ μέσ᾿ στὴ λίμνη μας θὰ δοῦμε τὸ φεγγάρι

ἕνα ποτάμι ὁλόχρυσο πλατὺ νὰ κάμει.